θεμιπλεκτος

θεμιπλεκτος
    θεμίπλεκτος
    θεμί-πλεκτος
    2
    досл. правильно сплетенный, перен. по праву полученный
    

(στέφανος Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θεμιπλεκτος" в других словарях:

  • θεμίπλεκτος — θεμίπλεκτος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, ο κατασκευασμένος ωραία 2. μτφ. ο δικαίως αποκτημένος («θεμίπλεκτος στέφανος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θέμις (Ι) + πλεκτός (< πλέκω)] …   Dictionary of Greek

  • θεμιπλέκτοις — θεμίπλεκτος rightly plaited masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιπλέκτους — θεμίπλεκτος rightly plaited masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»